"Το μεν ισχυρόν γενέσθαι, της φύσεως έργον. Το δε λέγειν δύνασθαι τα συμφέροντα τη πατρίδι, ψυχής ίδιον και φρονήσεως" "ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ! ΝΑ ΛΕΣ: ΕΓΩ ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΟΥ ΕΧΩ ΧΡΕΟΣ ΝΑ ΣΩΣΩ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΟΥ! ΑΝ ΔΕΝ ΣΩΘΕΙ ΕΓΩ ΦΤΑΙΩ!" Νίκος Καζαντζάκης

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Η ΘΕΣΗ


Αφιερωμένο στον κύριο αντιδήμαρχο της Δ.Ε. Κρύας Βρύσης Γιάννη Αϊβαζίδη  . «Ο αντιδήμαρχος λοιπόν μπήκε στην αίθουσα λίγο καθυστερημένα και επιχείρησε να βρει καρέκλα να κάτσει στην πλευρά που κάθονται οι σύμβουλοι της πλειοψηφίας. Ωστόσο κανείς δεν έδειξε διάθεση να μετακινηθεί παρότι ο Γιάννης τους το ζήτησε ευγενικά. Βλέποντας αυτή την απαξιωτική στάση πήρε τα χαρτιά του και μονολογώντας …. αποχώρησε προς στιγμή...»
-Ζητώ συγνώμη που παράφρασα τους στοίχους του εξαιρετικού ποιήματος του Ζαχαρία Παπαντωνίου: ¨Η κατάρα του πεύκου¨ και ελπίζω να τον αφήσουν να καθίσει μαζί τους (οι πλειοψηφούντες)στην ερχόμενη συνεδρίαση της 22/Ιουλίου/2011.

Η κατάρα  της καρέκλας!!!

«Γιάννη, γιατί  στραβοκοιτάζεις;
Γιατί; Γιατί;»
«Μια θέση θέλω», λέει ο Γιάννης
και περπατεί.

Ανάβει ο Γιάννης σαν  λαμπάδα
βγάνει φωτιά.
Να ’βρισκε ο δόλιος μια θεσούλα,
 σε μια γωνιά!

Ξάφνου αντικρύζει  λίγο πιο πέρα
ένα σκαμνί...
Κάθισε ο Γιάννης εκεί επάνω,
να στυλωθεί.

Δεν τον βολεύει το σκαμνάκι,
αγκωμαχεί.
«Δεν  θ’ αποστάσω» λέει ο Γιάννης,
γιατί,γιατί;


«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Εκεί μπροστά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω  πέρα;
Πολύ μακριά!»

«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζονται όλοι και με διώχνουν,
γι’ αυτό είμαι ‘δω.

Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες...
για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς».

«Να μια  καρέκλα, δε με πειράζει
να στριμωχτώ».
Θέλω να κάτσω λίγο εκεί δίπλα,
στον αρχηγό.

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός...

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
μα πού σκαμνί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.

«Γιάννη, ο θυμός σου ο ρημάδης,
είναι κακός,
θύμωσε τώρα  και το κοπάδι
 μα κι ο βοσκός;»

Ο νους του μίλαε στον αέρα
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
Κι αγριοκοιτούσε παραπέρα
τους καθιστούς.

Μ’ αφρούς,φοβέρες κι αντριλίκι
και με βρισιές
και τον ιδρώτα του  ποτάμι,
Τί προσβολές!!!


Οι φίλοι σου ήτανε για ΄σένα
παρηγοριά.
Κι εσύ τους βλέπεις σαν εχθρούς σου,
Γιάννη!!!  Σιγά...

«Τη χάρη σου βρε Γρηγοράκη
την προσκυνώ.
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ...

Η θέση μου με περιμένει,
Κι έχω χαθεί...
Βαρέθηκα...τί ώρα να ΄ναι
Και τί εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς.

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Γρηγόρη σταμάτησε το χρόνο
Που τρέχει εμπρός.

Γρηγόρη, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»

Θυμώνει ο Γιάννης σαν παιδάκι...
Θέση ζητά.
Μακριά  καθίσαν οι δικοί του,
πολύ μακριά.

Εκεί κοντά του ούτε στασίδι,
μια ερημιά.
Όρθιος έμεινε ο Γιάννης.
Πρώτη φορά!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου